WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
native speaker n | ([sb]: language is their mother tongue) | που μιλάει τη μητρική του γλώσσα περίφρ |
| (επίσημο) | φυσικός ομιλητής, φυσική ομιλήτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| She is not a native speaker, but she speaks so well that you can hardly tell. |
| Δεν είναι η μητρική της γλώσσα, αλλά μιλάει τόσο καλά που με το ζόρι το καταλαβαίνεις. |